- προσκύλλω
- προσκύλλω,A molest before, [voice] Pass. προεσκυλμέναι women with a past, Vett. Val.120.6, cf. Heph.Astr.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκύλλω — Α 1. κακοποιώ ή ζημιώνω κάποιον από πριν 2. παθ. προσκύλλομαι (ιδίως για γυναίκες) διακορεύομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκύλλω «σπαράζω, σχίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek